βασιλίκι

βασιλίκι
τό
1) королевство; 2) королевский сан

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βασιλίκι" в других словарях:

  • βασιλίκι — το η επικράτεια του βασιλιά, το βασίλειό του: Ο βασιλιάς κληρονομεί στο διάδοχό του το βασιλίκι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασιλίκι — το 1. βασίλειο, βασιλική επικράτεια 2. βασιλικό αξίωμα, βασιλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεία ή < βασιλιάς] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοβασιλίκι — το 1. η μεταβολή τής πολιτικής καταστάσεως μιας χώρας 2. η έλευση τής βασιλείας τού Αντίχριστου. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλαξο * + βασιλίκι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»